- γουστάρω
- [густаро] ρ любить, чувствовать расположение.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
γουστάρω — γουστάρω, γούσταρα και γουστάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γουστάρω — (λ. ιταλ.), γούσταρα και γουστάρισα 1. επιθυμώ κάτι: Γουστάρω να φάω μια σοκολάτα. 2. με ευχαριστεί, μου αρέσει: Γουστάρω να πηγαίνω σ’ αυτό το εστιατόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουστάρω — 1. επιθυμώ κάτι 2. θεωρώ κάποιον ευχάριστο 3. διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gustare] … Dictionary of Greek